- ξυλλογή
- συλλογή , συλλογήgatheringfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυλλογῇ — σύν λογάω to be fond of talking pres subj mp 2nd sg (doric) σύν λογάω to be fond of talking pres ind mp 2nd sg (doric) σύν λογάω to be fond of talking pres subj act 3rd sg (doric) σύν λογάω to be fond of talking pres ind act 3rd sg (doric) σύν… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… … Dictionary of Greek